νικαφόρος

νικαφόρος
νῑκᾱφόρος, -ον
1 victorious

τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου O. 2.5

νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν O. 13.14

νικαφόροις ἐν ἀέθλοις P. 8.26

ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7

βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει N. 3.67

γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων I. 1.22

pro subs., victor

νικαφόροις ὁμιλεῖν O. 1.115


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νικαφόρος — νικαφόρος, ον (Α) βλ. νικηφόρος …   Dictionary of Greek

  • νικαφόρος — νῑκᾱφόρος , νικηφόρος masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”